ἐξακοντίζεται

ἐξακοντίζεται
ἐξακοντίζω
dart
pres ind mp 3rd sg
ἐξακοντίζω
dart
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αείβολος — ἀείβολος, ον (Μ) αυτός που ρίχνεται, εξακοντίζεται, βάλλεται συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + βόλος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ακοντίας — (acontias). Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των σκινκιδών. Είναι σαύρα με οφιοειδές σώμα, χωρίς άκρα ή με πολύ ατροφικά. Ζει στη νότια Αφρική, στη Μαδαγασκάρη και στη Σρι Λάνκα. Το νοτιοαφρικανικό είδος α. η μελεαγρίς, έχει υπόλευκο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • δίπαλτος — δίπαλτος, ον (AM) 1. (για ξίφη, κεραυνούς κ.λπ.) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια 2. (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και ορμητικός («πᾱς στρατὸς δίπαλτος ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» όλο το στράτευμα θα ριχτεί με μανία επάνω μου, κάθε …   Dictionary of Greek

  • εξακοντιστήριο — το εργαλείο με το οποίο εξακοντίζεται μεταλλική σκόνη πάνω στα αντικείμενα που θέλουν συγκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακοντίζω. Η λ. εξακοντιστήριον μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • εξακόντισμα — ἐξακόντισμα, το (Α) [εξακοντίζω] αυτό που εξακοντίζεται …   Dictionary of Greek

  • κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • κραταίβολος — κραταίβολος, ον (Α) αυτός που εξακοντίζεται με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, ιχθύ βολος] …   Dictionary of Greek

  • ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”